- ἑσπερίδας
- ἑσπερίςwesternfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑσπερίδας — Ἑσπερίς western fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… … Dictionary of Greek
Ατλαντίδες — Μυθολογικά πρόσωπα, κόρες του Άτλαντα και της Εσπερίδας. Οι Α. ήταν συνολικά επτά και τα ονόματά τους ήταν Αλκυόνη, Μερόπη, Ταϋγέτη, Ηλέκτρα, Κελαινώ, Στερόπη και Μαία. Ονομάζονταν επίσης Εσπερίδες και Νύμφες. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ωρίωνας… … Dictionary of Greek
Ερύθεια — Μυθολογικό νησί. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα μιας Εσπερίδας νύμφης. Στο νησί αυτό κατοικούσε ο Γηρυόνης με τον Ευρυτίωνα, στον οποίο είχε αναθέσει να του βόσκει τα βόδια του. Κατά τη μυθολογία, ο Ηρακλής έκλεψε τα βόδια, αφού πρώτα σκότωσε τον… … Dictionary of Greek